- ευθυντήριος
- ία , ον выравнивающий, выпрямляющий, направляющий;
ευθυντήρία πυξή — основной компас
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευθυντήρία πυξή — основной компас
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευθυντήριος — ία, ον βλ. ευθυντηρία … Dictionary of Greek
εὐθυντήριον — εὐθυντήριος making straight masc acc sg εὐθυντήριος making straight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυντηρίῳ — εὐθυντήριος making straight masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυντηρία — εὐθυντηρίᾱ , εὐθυντήριος making straight fem nom/voc/acc dual εὐθυντηρίᾱ , εὐθυντήριος making straight fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυντηρίας — εὐθυντηρίᾱς , εὐθυντήριος making straight fem acc pl εὐθυντηρίᾱς , εὐθυντήριος making straight fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθυντηρία — η (ΑΜ εὐθυντήριος, ία, ον) [ευθύνω] το θηλ. ως ουσ. νεοελλ. 1. μεταλλικό, πρισματικό συνήθως, εξάρτημα μηχανής, το οποίο οδηγεί ευθύγραμμη, κυκλική ή ελικοειδή κίνηση 2. λεία πλάκα, παράλληλη προς τον άξονα τού κυλίνδρου, η οποία βοηθάει την… … Dictionary of Greek